χύμα — that which is poured out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύμα — ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α νεοελλ. 1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα») 2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα») 3. η… … Dictionary of Greek
χύμα — 1. για εμπορεύματα, ως επίθ. άκλ., χωρίς διάκριση γένους, αυτό από το οποίο αγοράζει κανείς όση ποσότητα θέλει: Προτιμάει τη χύμα ζάχαρη παρά αυτήν που είναι σε πακέτα. 2. ως επίρρ. τροπ., σωρηδόν, ανάμεικτα: Τους τα είπα χύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυμάτων — χύμα that which is poured out neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύμασι — χύμα that which is poured out neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύμασιν — χύμα that which is poured out neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύματα — χύμα that which is poured out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύματι — χύμα that which is poured out neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύματος — χύμα that which is poured out neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
χυμάτιον — τὸ, ΜΑ [χύμα, ατος] μσν. φρ. «χυμάτιον στύρακος» μικρή ποσότητα, βώλος από ρητινώδες κόμμι τού αρωματικού φυτού στύραξ αρχ. μικρό χύμα, μικρός όγκος μετάλλου … Dictionary of Greek