χύμα

χύμα
1. επί θ. ακλ.
1) разливной;

τό χύμα κρασί — разливное вино;

2) развесной (о хлебе, сахаре и т. п.);
2. επίρρ. 1) как попало, беспорядочно, в беспорядке; 2) в разлив; в развес, на вес;

αυτό το κρασί πουλείται χύμα — это вино продаётся в разлив;

3. (τό ) уст. скат, спуск

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χύμα" в других словарях:

  • χύμα — that which is poured out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύμα — ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α νεοελλ. 1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα») 2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα») 3. η… …   Dictionary of Greek

  • χύμα — 1. για εμπορεύματα, ως επίθ. άκλ., χωρίς διάκριση γένους, αυτό από το οποίο αγοράζει κανείς όση ποσότητα θέλει: Προτιμάει τη χύμα ζάχαρη παρά αυτήν που είναι σε πακέτα. 2. ως επίρρ. τροπ., σωρηδόν, ανάμεικτα: Τους τα είπα χύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυμάτων — χύμα that which is poured out neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύμασι — χύμα that which is poured out neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύμασιν — χύμα that which is poured out neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύματα — χύμα that which is poured out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύματι — χύμα that which is poured out neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύματος — χύμα that which is poured out neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • χυμάτιον — τὸ, ΜΑ [χύμα, ατος] μσν. φρ. «χυμάτιον στύρακος» μικρή ποσότητα, βώλος από ρητινώδες κόμμι τού αρωματικού φυτού στύραξ αρχ. μικρό χύμα, μικρός όγκος μετάλλου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»